Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χέρα χερί

См. также в других словарях:

  • χέρα — η, Ν 1. μεγάλο και δυνατό χέρι 2. (διαλ. τ.) χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α: κεφάλι). Ο τ. χέρα χρησιμοποιείται, ωστόσο, σε ορισμένες διαλέκτους (όπως λ.χ. στην κρητική) χωρίς μεγεθ. σημ. αντί τού τ. χέρι] …   Dictionary of Greek

  • χέρα — η μεγάλο χέρι, χερούκλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • συνωρίζω — και αττ. τ. ξυνωρίζω Α [συνωρίς, ίδος] 1. (σχετικά με ζώα) τοποθετώ στον ίδιο ζυγό 2. (αμτβ.) συνδέομαι («ἰχθύσιν ἤ Διδύμοισι συνωρίζουσι κατ αἴθρην», Μαν.) 3. (το β εν. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ.) ξυνωρίζου (ενν. χέρα) ένωσε το χέρι σου με το δικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»